Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ



Κική Δημουλά
Τα πάθη της βροχής
Η ποιήτρια Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, όπου και ζει. Παντρεύτηκε τον μαθηματικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η απώλεια αγαπημένου προσώπου, η φθορά, η απώλεια, η υπαρξιακή αγωνία, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και είναι ακαδημαϊκός, ενώ ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.
Το ποίημα του σχολικού βιβλίου προέρχεται από τη συλλογή της Το λίγο του κόσμου (1971). Ο τίτλος[1] Τα πάθη της βροχής συμβολίζει τα πάθη της ποιήτριας εξαιτίας της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Το περιεχόμενο είναι στοχαστικό.
Σχόλια για το ποιητικό της έργο μπορεί να διαβάσει κανείς στις Ψηφίδες.

Θεματικά κέντρα
v Η βροχή ως στοιχείο υποβολής
v Το συναίσθημα της μοναξιάς
v Η απουσία του αγαπημένου προσώπου
v Η ποιητική και ειρωνική χρήση της γλώσσας

Ενότητες  
α) Στ. 1-6   à ο μονότονος ήχος της νυχτερινής βροχής.
β) Στ. 7-24 à η σύνδεση του ήχου της βροχής με την ψυχική κατάσταση της ποιήτριας.
γ)   Στ. 28-34 à η αντίσταση της ποιήτριας στη συναισθηματική φόρτιση και η λύτρωση.

Σχολιασμός περιεχομένου
Στο ποίημα η Κική Δημουλά δημιουργεί ένα παιχνίδι υποβολής[2] μέσα από αριστοτεχνικά επιλεγμένες λέξεις και συμβολισμούς: η βροχή δίνει το έναυσμα (κίνητρο) για την έκφραση συναισθημάτων που κυριαρχούν στο ποιητικό υποκείμενο, καθώς ξεκινά τα μεσάνυχτα, που πιθανόν να συμβολίζουν τη βαριά ψυχική κατάσταση της ποιήτριας (εν μέσω λογισμών και παραλογισμών). Το μονότονο άκουσμα της βροχής (σι, σι, σι) και το ασύνδετο σχήμα δημιουργούν μια μουσική και υποβλητική ατμόσφαιρα. Η ποιήτρια παρατηρεί τον ήχο της βροχής, στην οποία προβάλλει τα δικά της συναισθήματα, με τα επίθετα συλλογιστός[3], συνέρημος[4], βραδύγλωσση που αποδίδουν  ιδιότητες εμψύχων πάνω σε άψυχα μετατρέποντας έτσι τη βροχή σε σύμβολο των συναισθημάτων που βιώνει το υποκείμενο κατά τη διάρκεια της αξημέρωτης νύχτας.
Εσύ....
Στη δεύτερη ενότητα, ο ψυχικός πόνος, η στέρηση και η μοναξιά οδηγούν την ποιήτρια σε μια διαφορετική παρατήρηση και ανάγνωση του ήχου της βροχής: η παρήχηση του σι μετατρέπεται εν μέσω λογισμών και παραλογισμών σε επανάληψη της λέξης εσύ, καθώς η ποιήτρια ξενυχτά προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τον ήχο της βροχής. Παρά την επανάληψη του β΄ ενικού προσώπου της αντωνυμίας, το β΄ ενικό πρόσωπο του ρήματος απουσιάζει, πράγμα που υποβάλλει την αίσθηση της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Στην ουσία έχουμε έναν μονόλογο, μια εξομολόγηση ψυχής, που βιώνει τόσο έντονα την (μόνιμη) απουσία και τη μοναξιά, ώστε φτάνει στην υπερβολή: κάθε σταγόνα κι ένα εσύ. Οι εκφράσεις αξημέρωτη ανάγκη, πρόθεση ναυαγισμένη, σαν μοιρολατρία, δείχνουν ότι δεν υπάρχει ελπίδα για επικοινωνία και αλλαγή της κατάστασης.
 […] θα χαρακτηρίζαμε την ποίησή της ως ποίηση εσωτερικού χώρου. Όχι μόνο γιατί κινείται μέσα στο σπίτι, από το σαλόνι στην κουζίνα δηλαδή, αλλά γιατί ακόμα και αν είναι έξω, η ποίησή της είναι ποίηση του μέσα χώρου, της ψυχής. Είναι ο ίδιος ο εαυτός, που τον παλεύει μέσα στα ποιήματά της και δεν του επιτρέπει καμιά αυταπάτη. ( Γιάννης Παπακώστας, «Ποίηση του μέσα χώρου». Ιχνηλασίες. Φιλολογικά μελετήματα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003, 213-214.)
Ωστόσο, παρά τη συναισθηματική φόρτιση και την αδιέξοδη επιθυμία, η ποιήτρια δεν παραδίδεται στην άκρατη συναισθηματολογία, αλλά διατηρεί από την αρχή μια κριτική στάση (παραλογισμός, παρεξηγημένος ήχος à ο ήχος της βροχής εξηγείται, λόγω της απουσίας, ως εσύ)  ενώ η έκφρασή της παίρνει ειρωνικές αποχρώσεις προς τους τελευταίους στίχους του ποιήματος. Στο τέλος, αντί για τη δραματική κορύφωση, προτιμά μια πιο αποστασιοποιημένη λύση[5]: η βροχή τελικά το παρακάνει με την άσκοπη επανάληψή της και την κουραστική της επιμονή και φαίνεται να κουράζει την ποιήτρια (πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή / μ’ αυτή της τη μεροληψία), η οποία συνέρχεται κι αντιλαμβάνεται ότι παραδόθηκε στο εσύ και παραμέλησε άλλες πλευρές της ζωής, εξίσου σημαντικές. Έτσι πετυχαίνει να αποφορτίσει τη βαριά ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί  και να οδηγηθεί στη λύτρωση.
Η Κική Δημουλά εδώ χρησιμοποιεί την ειρωνική γλώσσα (με μιαν άλλη προσέγγιση την γλώσσα της αυτοκριτικής) και την ασυνήθιστη ισορροπία ανάμεσα στο πάθος και τη λογική, στοιχεία που αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής της. Η κατακλείδα του ποιήματος σαν όλα τ’ άλλα να είναι αμελητέα και μόνο εσύ, εσύ, εσύ αποφορτίζει τη βαριά ατμόσφαιρα χωρίς να χάνεται τίποτε από τον ρυθμό και τη γοητεία της ποιητικής γραφής.
Τα παρακάτω παράλληλα "κείμενα" είτε τα γραπτά είτε τα μουσικά επιχειρούν να βοηθήσουν τον αναγνώστη να συναισθανθεί με αφορμή το φυσικό φαινόμενο της βροχής τη συναισθηματική προσέγγιση της μοναξιάς και της νοσταλγίας που επιχειρεί η ποιήτρια και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες..

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Γιάννη Πατίλη, «Μπορώ ακόμα και μιλώ μαζί σου»
Τα γράμματά σου τα 'στελνες με τη βροχή
και τον αέρα!...
Όταν μου χτύπαες το τζάμι έβγαινα
κατέβαινα στο δρόμο κι άκουγα:
πως σύννεφο ήσουν που ξεκίνησες
κι ήρθες να κλάψεις πάνω απ' το σπίτι μου
στην πόλη...
[πηγή: Γιάννης Πατίλης, Μη καπνιστής σε χώρα καπνιζόντων (Ποιήματα 1970-1980). Με σχέδια του Δημήτρη Γέρου, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1982, σ. 73













 


Η νοσταλγία ίσως μπορεί να γίνει αντιληπτή και μέσα από την μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου [από μια παλιά Ελληνική ταινία (Επιχείρισις Απόλλων -ασχετη με το θέμα μας)]



 Τοπίο, ΜήτσοςΠαπανικολάου

Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες –
το νερό σας ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.

Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα
σκοτεινά κάτω κι απάνω
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.
Απ’ την άσφαλτο τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν…
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου…
Ένα σκιάχτρο απελπισμένο,
στη νεροποντή, στο κρύο
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.
Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα…
Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια…
που ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;
Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα,
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.


Κι αν έπιασε βροχή από τους Μωβαστρο
 




Νυχτερινό, Ναπολέων Λαπαθιώτης
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μές’ τη νύχτα –τίποτ’ άλλο.
Μια φωνή γρικιέται μές’ το σάλο
και που σε λίγο παύει –τίποτ’ άλλο.
Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει –τίποτ’ άλλο.
Και μόνον ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου. –Τίποτ’ άλλο


Active Member, Βροχή

Ενδελέχεια "Μικρός που είσαι ουρανέ"


[1] Συγκεκριμένα ο  τίτλος οδηγεί σε μια διπλή ερμηνεία του ποιήματος: σε πρώτο επίπεδο παρουσιάζεται μια αφήγηση με θέμα τα παθήματα που προξενεί η βροχή· σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση όμως αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για τα πάθη ενός υποκειμένου που υποφέρει και το συμβολίζει η βροχή.
[2] Προσπαθεί δηλαδή έμμεσα να υποδείξει στους αναγνώστες του ποιήματος το τι νιώθει.
[3] συλλογιστός (νεολογισμός): αυτός που συντροφεύει τους λογισμούς
[4] συνέρημος (νεολογισμός): σύντροφος στην ψυχική ερημιά, στη μοναξιά.
[5] Ή μια λιγότερο παράλογη προσέγγιση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου