Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΓΥΜΝ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

Αρχαία Ελληνικα  Α Γυμνασίου, Ενότητα 4η / Μετάφραση

 
Από το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Κρήτης

Για τον Λουκιανό μπορείς να διαβάσεις  από τη Βικιπαίδεια

ΕΝΟΤΗΤΑ 4. Γ1
Το άρθρο είναι μια μονοσύλλαβη κλιτή λέξη.
Χρησιμοποιείται πριν από τα ουσιαστικά, π.χ. γεωργός, φωνή, τὸ δένδρον και τα επίθετα, π.χ. καλός, καλή, τὸ καλόν.
Χρησιμοποιείται ακόμη και πριν από λέξεις που παίζουν το ρόλο ουσιαστικών και επιθέτων, π.χ. τὸ λέγω είναι ρήμα.

Στα τρία γένη κλίνεται ως εξής:
Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τὸ
Γενική τοῦ τῆς τοῦ
Δοτική τῷ τῇ τῷ
Αιτιατική τὸν τὴν τὸ
Κλητική
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ αἱ τὰ
Γενική τῶν τῶν τῶν
Δοτική τοῖς ταῖς τοῖς
Αιτιατική τοὺς τὰς τὰ
Κλητική

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Οι πιτσιρίκοι


ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ

«Οι πιτσιρίκοι».
 Πληροφορίες για το Δημήτρη Ψαθά μπορείτε να βρείτε εδώ

Οι σαλταδόροι και το ιστορικό πλαίσιο
-      Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου τα
γερμανικά στρατεύματα του Χίτλερ κατέλαβαν και την Ελλάδα.
Στα χρόνια εκείνα της Κατοχής (1941-1944) οι Έλληνες μαστίζονταν από
την πείνα και την φτώχεια, ενώ παράλληλα οργάνωσαν την Εθνική
Αντίσταση με ένοπλες ομάδες στα βουνά και με πολίτες που
δρούσαν στις πόλεις. Η Αντίσταση εκδηλωνόταν με ένοπλη δράση
αλλά και με διάφορες ενέργειες σαμποτάζ κατά των Γερμανών,
οι οποίοι αντιδρούσαν με σκληρότατα αντίποινα: με συλλήψεις
και φυλακίσεις, με ανακρίσεις και βασανιστήρια, με θανατώσεις, ακόμα και με ομαδικές βάρβαρες
εκτελέσεις αθώων πολιτών.
-      Μια από τις μορφές αντίστασης ήταν η δράση των μικρών σαλταδόρων, οι οποίοι ανέβαιναν
κρυφά σε κινούμενα συνήθως γερμανικά οχήματα από το πίσω μέρος της καρότσας
με ένα «σάλτο» (πήδημα) και έκλεβαν τρόφιμα, λάστιχα του αυτοκινήτου (συνήθως τη ρεζέρβα)
και διάφορα άλλα χρήσιμα υλικά. Αυτά τα πετούσαν στο οδόστρωμα, από όπου τα μάζευαν
τα υπόλοιπα μέλη της οργανωμένης παρέας.

Ερμηνευτικές επισημάνσεις
α. ...σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει. Ύστερα από τη φοβερή πείνα του χειμώνα του
Κατοχικό συσσίτιο
1941-1942, κατά τον οποίο είχαν αποδεκατιστεί οι πληθυσμοί των μεγάλων πόλεων, υστέρα από τόσους θανάτους και εκτελέσεις, θα ήταν λογικό να είχε αφανιστεί όλος ο πληθυσμός της Ελλάδας. Βέβαια αυτή η σκέψη μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική, αλλά έχει στόχο να τονίσει την αντοχή στις κακουχίες και στα δεινά του ελληνικού λαού ο οποίος, παρά τις απελπιστικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει, προβάλλει αντίσταση κατά των κατακτητών.
β. .. .βρίσκει πως έχει δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος λαός, που προορίστηκε από τη Θεία Πρόνοια να κάβαλήσει όλους τους λαούς που είναι κουτοί. Σύμφωνα με τις ρατσιστικές αρχές του χιτλερικού ναζισμού η γερμανική φυλή είναι βιολογικά, πνευματικά, πολιτισμικά κτλ. ανώτερη από όλες τις άλλες φυλές, που θεωρούνται κατώτερες, ενώ οι Γερμανοί είναι ο εκλεκτός λαός («περιούσιος»), που πρέπει να επικρατήσει σε όλο τον κόσμο υποτάσσοντας ή εξοντώνοντας τους άλλους λαούς. Αυτή η φράση, μαζί με όλο το περιεχόμενο της παραγράφου στην οποία ανήκει, αποτελεί τ ρ α γ ι κ ή ειρωνεία, γιατί στο τέλος του κειμένου θα αποδειχτεί ότι αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα, όπως θεωρεί ο Γερμανός τον πιτσιρίκο, είναι πολύ πιο έξυπνο από τον εκπρόσωπο της εκλεκτής και έξυπνης φυλής...
Θεματικά κέντρα
     Η αγριότητα των Γερμανών κατακτητών αλλά και η αφέλειά τους.
     Το θάρρος και η ευρηματικότητα των μικρών αγωνιστών της ελευθερίας.

Γενικά σχόλια. Το διήγημα «Οι πιτσιρίκοι» συγκεντρώνει μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του χρονογράφου και ευθυμογράφου Δημ. Ψαθά, όπως είναι η ρεαλιστική απεικόνιση της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας, η γρήγορη αφήγηση και ο χιουμοριστικός τόνος στην απόδοση δύσκολων καταστάσεων.


Η πονηριά αντιμετωπίζει τη δύναμη Ο αφηγητής παρομοιάζει το Γερμανό στρατιώτη με το μυθικό Κύκλωπα της Ομηρικής Οδύσσειας, επειδή τα δύο πρόσωπα έχουν κοινά γνωρίσματα: ο -Κύκλωπας είναι πανίσχυρος και γιγάντιος, με φοβερή σωματική δύναμη, αλλά και αφελής, αφού πέφτει στις παγίδες του Οδυσσέα. Και ο Γερμανός στρατιώτης του διηγήματος μπορεί να διαθέτει τρομερό οπλισμό, αλλά είναι και αυτός αφελής και πέφτει στην παγίδα του δεκάχρονου αγοριού - και τελικά νικιούνται και οι δύο: και ο Κύκλωπας και ο Γερμανός.
Από την άλλη ο μικρός σαλταδόρος παρομοιάζεται με τον ομηρικό Οδυσσέα. Είναι και αυτός πονηρός και ευρηματικός κι έτσι ξεγελάει το δυνατό Γερμανό και τον νικάει με την πονηριά. Όπως ο πολυμήχανος Οδυσσέας μεθάει τον Πολύφημο, τον τυφλώνει και στο τέλος βγαίνει με τους συντρόφους του από τη σπήλια με πονηριά, έτσι και ο «παμπόνηρος» και ευρηματικός πιτσιρίκος απασχολεί και ξεγελάει το Γερμανό με προσποιητή αφέλεια (προσπαθεί δήθεν να ανάψει το τσιγάρο από το φανάρι του αυτοκινήτου) και τελικά καταφέρνει να πετύχει το σκοπό του, όπως ο μυθικός Οδυσσέας

Το χιούμορ. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της γραφής του Ψαθά είναι το χιούμορ, δηλαδή η εύθυμη διάθεση με την οποία αντιμετωπίζονται κάποιες καταστάσεις, οι οποίες μάλιστα είναι δύσκολες, ακόμα και δραματικές. Έτσι:
Με χιούμορ παρουσιάζονται οι πιτσιρίκοι, καθώς μιμούνται τους Ιταλούς και τους Γερμανούς.
Εύθυμη διάθεση δημιουργούν οι διάλογοι ανάμεσα στο παιδί και στο Γερμανό, με το ανακάτωμα γερμανικών και ελληνικών λέξεων την ίδια διάθεση δημιουργεί και η σύνταξη (Νιχτς ανάψει — Νιχτς καταλαβαίνει .. .εγώ εσένα καρπαζά κ.ά.).
Τέλος σε κλίμα ευθυμίας κινούνται και λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιεί το παιδί από την καθημερινότητα: . ..εγώ εσένα καρπαζά. ΚλαπΙ' — Είσαι μάπας — ...ρε Χιτλερία κ.ά.

Κοντά στο χιούμορ διακρίνουμε και την ειρωνεία, δηλαδή τη χρήση με προσποίηση λέξεων ή φράσεων που το σημασιολογικό περιεχόμενο τους είναι αντίθετο από αυτό που έχει στο νου του ο συγγραφέας, με στόχο να δώσει αστείο ή χλευαστικό τόνο στο λόγο του. Ειρωνεία υπάρχει στα ακόλουθα κυρίως σημεία:
Ο ελληνικός λαός θεωρείται «αναιδέστατος», επειδή σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει.
Ο μικρός που συζητάει με το Γερμανό τον ειρωνεύεται, όταν του λέει ότι έμαθε τα ελληνικά {Μπράβο, ρε Χιτλερία. Τα 'μαθες τα ρωμέικά), αφού μπορεί να συλλαβίζει μία και μόνο λέξη (Εν-τά-ξεί).
Σε όλα τα χωρία στα οποία ο Γερμανός καμαρώνει υπεροπτικά για την εξυπνάδα και την υπεροχή της φυλής του, ενώ θεωρεί κουτό τον μικρό, είναι ξεκάθαρη η ειρωνεία του συγγραφέα, αφού στο τέλος αποδεικνύεται το αντίθετο.

Άλλα εκφραστικά μέσα.
α. Κυρίαρχη θέση στο κείμενο έχει ο διάλογος, ο οποίος με τη συντομία του συμβάλλει στη γοργότητα του ύφους και παράλληλα δίνει στην αφήγηση θεατρικότητα και ζωντάνια.
β. Σε πολλά σημεία χρησιμοποιείται η αντίθεση (κακουχίες των Ελλήνων γενικά - εύθυμη διάθεση των πιτσιρίκων, αδύνατοι πιτσιρίκοι - πανίσχυροι Γερμανοί, πονηριά του πιτσιρίκου - αφέλεια του Γερμανού).
γ. Αξιοπρόσεχτη είναι και η τραγική ειρωνεία: ο Γερμανός θεωρεί τους πιτσιρίκους της Ελλάδας «κουτούς» (και το συγκεκριμένο δεκάχρονο αγόρι «χαζόπραμα»), ενώ από την άλλη καμαρώνει για την υπεροχή της δικής του φυλής - και του εαυτού του φυσικά. Όμως η συνέχεια της ιστορίας θα δείξει τα αντίθετα.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011


ΕΝΟΤΗΤΑ 3η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

3.Α Ενδεικτικές πληροφορίες για τον Ξενοφώντα
Ο Ξενοφών (427-355 π.Χ.) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα στα κρίσιμα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.). Καταγόταν από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια της τάξης των Ιππέων και γι' αυτό έλαβε επιμελημένη παιδεία και αγωγή. Έφηβος συνάντησε τον Σωκράτη, μαγεύτηκε από τη διδασκαλία του και έγινε μαθητής του, αλλά δεν ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη φιλοσοφία. Ήταν φύση ανήσυχη, περίεργη και τολμηρή, με φυσικά και πνευματικά χαρίσματα. Η ζωή του, περιπετειώδης και πολυτάραχη, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, αφού υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων και της δράσης.
Η απογοήτευση του από τη μεταπολεμική κατάσταση και την πολιτική κρίση στην πατρίδα του, ο θάνατος του Σωκράτη, αλλά και η συντηρητική νοοτροπία και η ανήσυχη ιδιοσυγκρασία του τον οδήγησαν σε φιλολακωνικά αισθήματα. Υπήρξε στρατιώτης, πολιτικός, φιλόσοφος, αλλά και αγρότης και κυνηγός.
 Τα έργα του Ξενοφώντα -στα οποία παρατηρείται συχνά μια τάση διδακτισμού και συντήρησης- διακρίνονται σε ιστορικά (Ελληνικά, Κύρου Ανάβαση), σε φιλοσοφικά (Απομνημονεύματα, Συμπόσιο, Οικονομικός, Απολογία Σωκράτους), σε εγκώμια (Αγησίλαος, Κύρου Παιδεία) και σε πολιτικά/πρακτικά (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, Αθηναίων Πολιτεία, Ιέρων, Ιππαρχικός, Περί ιππικής, Κυνηγετικός, Πόροι).
 Τα Απομνημονεύματα είναι έργο με φιλοσοφικό περιεχόμενο, εμπνευσμένο από τη σωκρατική διδασκαλία. Ο Ξενοφών το έγραψε για να υπερασπίσει τη μνήμη του Σωκράτη καταρρίπτοντας τις εις βάρος του κατηγορίες. Είναι μια συλλογή από διάφορα επεισόδια, συμβουλές, συζητήσεις, προτροπές και αποτροπές του μεγάλου φιλοσόφου προς τους μαθητές και συμπολίτες του. Είναι ένα εγχειρίδιο ηθικής φύσης και πρακτικής σοφίας με θέματα που συνδέονται με την καθημερινή ζωή.
Περισσότερες πληροφορίες για το Ξενοφώντα από τη Βικιπαίδεια
3.Γ1 ,Γ2 Πόσοι είναι οι τόνοι στα αρχαία ελληνικά;
Οι τόνοι στα αρχαία ελληνικά είναι τρεις:
η οξεία (   ) (θόλος)
η βαρεία (  ) (λας)
η περισπωμένη (   ) (τιμ)

Βασικοί κανόνες τονισμού

Σε ποια θέση μπαίνουν οι τόνοι;
Οι τόνοι μπαίνουν στη λήγουσα (Λ), στην παραλήγουσα (ΠΛ) και στην προπαραλήγουσα (ΠΠΛ)
Μια λέξη, ανάλογα με τη συλλαβή στην οποία τονίζεται, λέγεται:
οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα, π.χ. πα-τήρ·
περισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα, π.χ. τι-μῶ
παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα, π.χ. λό-γος
προπερισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα, π.χ. δῶ-ρον
προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα, ἄν-θρω-πος
1. Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα, π.χ.





ΠΠΛ
ΠΛ
Λ


λέ
γο
μεν

λέ
γο
μεν
λε
γό
με
θα


ΠΠΛ = προπαραλήγουσα, ΠΛ = παραλήγουσα, Λ = λήγουσα
Πότε βάζουμε οξεία;

2. Οξεία παίρνει πάντα η προπαραλήγουσα, π.χ. ἄν-θρω-πος

3. Οξεία παίρνουν πάντα τα φωνήεντα ό και έ, π.χ. λόγος, νέος 
(δε μας ενδιαφέρει αν βρίσκονται στη Λ στην ΠΛ ή στην ΠΠΛ)

4. Οξεία παίρνει η παραλήγουσα όταν:
η παραλήγουσα είναι μακρά (Μ)
και η λήγουσα  είναι  μακρά (Μ), π.χ.,

ΠΛ
Λ
Μ Μ

Παραδείγματα:

ΠΠΛ
ΠΛ
Λ
Μ Μ
κή  πων
θή  κη
δώ  ρων
κώ  μη
ἀν θρώ  πων
ἀν θρώ ποις


Πότε βάζουμε περισπωμένη;

5. Περισπωμένη βάζουμε στην παραλήγουσα όταν:
η παραλήγουσα είναι μακρά   (Μ)
και η λήγουσα  είναι  βραχεία (Β), π.χ.

ΠΛ
Λ
Μ Β

Παραδείγματα:

ΠΠΛ
ΠΛ
Λ
Μ Β
κῆ  πος
κῆ  πε
δῶ  ρον
πῶ   λε
φεῦ  γε
κῶ  μαι
γλῶσ  σα
βα θεῖ αι

Παρατήρηση
Συχνά, πολλοί μαθητές μπερδεύονται όταν έχουν να τονίσουν λέξεις όπως: νέων, ὅλων.
Στις περιπτώσεις αυτές προβληματίζονται τι τόνο θα βάλουν, γιατί σκέφτονται σύμφωνα με
τον προηγούμενο κανόνα (της παραλήγουσας σε σχέση με τη λήγουσα). Όμως εδώ βάζουμε οξεία,
γιατί τονίζουμε βραχύχρονα, το ο και το ε, που όπως μάθαμε παίρνουν πάντα οξεία,
όπου κι αν βρίσκονται!
Ας ανακεφαλαιώσουμε τους πρώτους βασικούς κανόνες:


ΠΠΛ
>> οξεία
ο, ε
ΠΛ(Μ) -Λ(Μ)
ΠΛ(Μ)-Λ(Β) >> περισπωμένη

Ειδικοί κανόνες τονισμού
Πότε άλλοτε βάζουμε οξεία;
α) Οξεία βάζουμε στην ασυναίρετη λήγουσα της ονομαστικής, της αιτιατικής και κλητικής, π.χ.
ὁ ποιητής, τον ποιητήν, ὦ ποιητά, οἱ ποιηταί, τούς ποιητάς, ὦ ποιηταί
β) Οξεία βάζουμε στη λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση,
όταν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται, π.χ.
ἑσταώς > ἑστώς, κληίς > κλείς
Πότε άλλοτε βάζουμε περισπωμένη;
γ) Περισπωμένη βάζουμε στη μακροκατάληκτη λήγουσα της γενικής και της δοτικής των πτωτικών,
π.χ.
τοῦ ποιητοῦ, τῷ ποιητ, τῶν ποιητῶν, τοῖς ποιηταῖς
δ) Περισπωμένη βάζουμε στη λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν πριν από τη
συναίρεση είχε οξεία η πρώτη από τις συλλαβές που συναιρούνται, π.χ.
τιμάω > τιμ, ἐπιμελέες > ἐπιμελεῖς
Πότε βάζουμε βαρεία;
Βαρεία βάζουμε στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί σημείο
στίξης ή λέξη εγκλιτική.
Παραδείγματα με βαρεία:
ὁ βασιλεὺς τν μν πρς ἑαυτν ἐπιβουλν οὐκ ᾐσθάνετο
τ βαρβαρικν

Οξεία κι όχι βαρεία
τό τε βαρβαρικόν.

Στο " τό" βάζουμε οξεία κι όχι βαρεία, γιατί ακολουθεί εγκλιτικό. Στην ουσία ο τόνος του εγκλιτικού
ανεβαίνει στο "τό".Στο "βαρβαρικόν" βάζουμε οξεία κι όχι βαρεία, γιατί ακολουθεί τελεία, δηλ. σημείο στίξης.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

2.Β ΕΙΔΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Η ομιλία/ακρόαση και το γράψιμο/ανάγνωση αποτελούν τους δύο βασικούς τρόπους με τους οποίους μιλάμε/γράφουμε και καταλαβαίνουμε (ακούγοντας ή διαβάζοντας) τι μας λένε. Ωστόσο, η ομιλία και το γράψιμο συνδέονται με διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας και, άρα, υπηρετούν διαφορετικούς στόχους - ο προφορικός λόγος είναι γενικά αυθόρμητος και ικανοποιεί τρέχουσες ανάγκες της καθημερινής ζωής, συχνά δε "φοράει τα καλά του” και χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλον οικειότητας μεταξύ των συνομιλητών, ενώ ο γραπτός λόγος τις περισσότερες φορές είναι μέσο συμβατικής ή επίσημης επικοινωνίας. Επιπλέον έχουν διαφορετικά γλωσσικά χαρακτηριστικά, εν μέρει τουλάχιστον. Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, μια τηλεφωνική συνομιλία με φιλικό πρόσωπο με μια επιστολή σε φίλο ως προς τα γραμματικά και παραγλωσσικά τους γνωρίσματα.
Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος διαφέρουν πολύ ως επικοινωνιακές δραστηριότητες: ο πρώτος έχει στο δυναμικό του το πλούσιο φορτίο της ομιλίας για τη μετάδοση των πληροφοριών, ενώ ο δεύτερος μόνο τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και τη στίξη. Ο επιτονισμός και το ύψος της φωνής του ομιλητή κάνουν μία λέξη ή φράση να ξεπερνούν την “ονομαστική αξία" του νοήματος τους. Και όταν οι συνομιλητές έχουν οπτική επαφή και βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις του σώματος, τα βλέμματα, ακόμη και οι σιωπές διαμορφώνουν ένα ολόκληρο δίκτυο παράλληλων σημασιών δίπλα στις εκφρασμένες, που βοηθά και τους συνομιλητές ή ακροατές να ερμηνεύσουν κατάλληλα το περιεχόμενο των λόγων του ομιλητή. Μάλιστα είναι φορές που το κύριο βάρος της σημασίας της εκφοράς του λόγου φέρουν τα παραγλωσσικά του στοιχεία και όχι το προτασιακό του περιεχόμενο[1]. Αυτό είναι αδύνατο να συμβεί με το γραπτό λόγο, όπου όλα πρέπει να λέγονται “ανοιχτά”, με την εξαίρεση της “μουσικής" στίξης (αποσιωπητικά, θαυμαστικό, εισαγωγικά, ερωτηματικό), η οποία εισάγει, με τρόπο μάλλον συμβατικό, σημασίες δεύτερου επιπέδου (υπονοήματα, ειρωνεία, συναισθηματικές σημασίες κ.ά.).
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της διανομής πληροφοριών, που καταξιώνεται κοινωνικά[2], επειδή ξεπερνά το “εδώ και τώρα" και γίνεται λόγος της “μεγάλης διάρκειας", ενώ ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της συνομιλιακής διεπίδρασης, ο λόγος του “εδώ και τώρα", λόγος φευγαλέος, λόγος της “μικρής διάρκειας". Εξάλλου, αν ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της διαπροσωπικής επικοινωνίας, ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της κοινωνικής χρησιμότητας. Επιτρέπει στους ακροατές και τους αναγνώστες να βοηθούν τη μνήμη τους, καταγράφοντας τις πιο χρήσιμες από τις πληροφορίες που δέχονται και, επιπλέον, επιτρέπει στην κοινωνία ή το έθνος να μην ξεχνούν κείμενα καταστατικού χαρακτήρα και ιστορικής σημασίας (συντάγματα, νόμους, συνθήκες κ.λπ.).

2.Β.2. Διαφορές  προφορικού  και  γραπτού  λόγου  στη  χρήση  της  γλώσσας
Προφορικός λόγος
      Περιλαμβάνει πολλές συντακτικά ατελείς προτάσεις ή ομάδες ανολοκλήρωτων φράσεων: κυρία Μ., θα 'θελα/εεσείς τη γνώμη σας.
      Χρησιμοποιεί ευρύτατα την παράταξη και την ασύνδετη συμπαράθεση προτάσεων.
      Είναι γεμάτος από επαναλήψεις συντακτικών δομών: Ντάξει, όχι καταλαβαίνω ε καταλαβαίνω και τη συγκίνηση σας, γιατί είν' ένα βιβλίο συ- συγκινητικό.
      Προτιμά την ενεργητική σύνταξη και αποφεύγει την παθητική.
      Προτιμά πολλές φορές την προτασιακή δομή θέμα-σχόλιο (θέμα μιας πρότασης είναι το αντικείμενο του ενδιαφέροντος της και το σημείο εκκίνησης της σε αντιδιαστολή προς το σχόλιο, που είναι το συστατικό της πρότασης που «λέει κάτι» για το «θέμα») και όχι τη δομή υποκείμενο-κατηγόρημα(ρήμα-κατηγορούμενο ή ρήμα-αντικείμενο): η καρέκλα/ να την βάλεις στη θέση της (αντί την καρέκλα να τη βάλεις στη θέση της ή να βάλεις την καρέκλα στη θέση της).
      Περιλαμβάνει πολλές επανεκκινήσεις, που βελτιώνουν προηγούμενες διατυπώσεις: Την/ δε/την/τα τέλη του ’50 και τ- τα ’60 είναι είναι μια εποχή που δεν τη γνωρίζετε καθόλου.
      Χαρακτηρίζεται από αφθονία λέξεων ασαφούς σημασίας (γενικευτικών όρων): πράγμα, μέρος, κάποια, κάτι, διάφορα, πολύ, αυτό, καλό, κακό κ.ά.
Είναι διάσπαρτος από πραγματολογικά μόρια: λίγο, λιγάκι, έτσι, ας πούμε, που λένε, ξέρω 'γω, νομίζω, εε, αα κ.ά

Γραπτός λόγος
      Περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία υποτακτικών συνδέσμων και συνδετικών φράσεων (πάντως, βέβαια, φυσικά, επίσης, λοιπόν, συνεπώς κ.λπ.).
      Περιλαμβάνει λέξεις που δείχνουν τα μέρη της οργάνωσης του κειμένου, όπως οι όροι μιας απαρίθμησης {πρώτο, δεύτερο, τρίτο...).
      Προτιμά ονοματικές φράσεις,  όπου αφθονούν οι προσδιοριστικοί όροι: της προϊσταμένης αρχής. Που δεν είναι πάντα πολύ ανοιχτόμυαλη.
      Χρησιμοποιεί κυρίως την παθητική σύνταξη.
      Αρέσκεται να προβάλει και να τονίζει συστατικά (ρήμα, αντικείμενο, κατηγορούμενο) του κατηγορήματος.
      Επιλέγει κανονικά την προτασιακή δομή υποκείμενο-κατηγόρημα.

2.Β.2 Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ

Η επιστολή είναι ένα είδος γραπτού λόγου με το οποίο δύο άτομα επικοινωνούν μεταξύ τους και ανταλλάσσουν απόψεις, ιδέες και πληροφορίες για θέματα ή γεγονότα που τους αφορούν.
Αυτός που στέλνει την επιστολή λέγεται αποστολέας και αυτός που τη λαμβάνει λέγεται παραλήπτης.
Τις επιστολές μπορούμε να τις χωρίσουμε σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με το περιεχόμενό τους: φιλικές, οικογενειακές, εμπορικές, συγχαρητήριες, συλλυπητήριες κ.λπ., και εξυπηρετούν πολλές πρακτικές ανάγκες της καθημερινής ζωής

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

  Υπάρχει πάντα η ημερομηνία (στο πάνω δεξί άκρο της σελίδας), η οποία συνοδεύεται συνήθως από ένα τοπωνύμιο.
  Η επιστολή αρχίζει με μια προσφώνηση, ανάλογα με το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόμαστε (π.χ. Αγαπημένε μου φίλε, Αξιότιμε κύριε κ.λπ.).
  Το ύφος του λόγου σε μια επιστολή εξαρτάται απ' αυτόν για τον οποίο προορίζεται: το ύφος είναι απλό, φιλικό και οικείο, όταν ο παραλήπτης είναι ένα γνωστό μας πρόσωπο, αλλά επίσημο και τυπικό, όταν ο παραλήπτης είναι κάποιο άτομο που δε γνωρίζουμε καλά, έχουμε τυπικές ή επαγγελματικές σχέσεις μαζί του κ.λπ.
  Στην επιστολή υπάρχει, όπως και στ' άλλα κείμενα, πρόλογος, κύριο μέρος και επίλογος (δηλαδή περιεχόμενο με συγκεκριμένη δομή).
  Η επιστολή κλείνει μ' ένα χαιρετισμό (αποφώνηση) πάλι ανάλογα με το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόμαστε (π.χ. σε φιλώ, με αγάπη, με τιμή, με εκτίμηση κ.λπ.).
Βασικά στοιχεία μιας επιστολής πρέπει να είναι η σαφήνεια, η συντομία, η απλότητα, η ακρίβεια και η ευγένεια, προκειμένου να επιτυγχάνεται η επικοινωνία ανάμεσα στον αποστολέα και τον παραλήπτη.


2.Β.3.   Γλωσσική ποικιλία - Μέσο και περίσταση επικοινωνίας

α) Τα σημαντικότερα στοιχεία κάθε γλωσσικού γεγονότος
Ο τρόπος που μιλάμε/γράφουμε και το περιεχόμενο της ομιλίας μας εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες όπως:
α. το περιβάλλον ή σκηνικό, που αναφέρεται στα χωροχρονικά δεδομένα (που και πότε επικοινωνούμε) του γεγονότος,
β. τα μέλη, δηλαδή τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο γεγονός με διάφορους ρόλους, π.χ. ως δημιουργοί-πομποί (ομιλητές, συγγραφείς), αποδέκτες ή κοινό (ακροατές, αναγνώστες, ωτακουστές) κ.λπ.,
γ. ο σκοπός, για τον οποίο γράφει, μιλά, ακούει ή διαβάζει κάποιος
δ. ο τόνος, που μπορεί να είναι τυπικός ή ανεπίσημος, οικείος ή απομακρυσμένος, εμφατικός ή αδιάφορος κ.λπ.,
ε. το μέσο, λεκτικό ή μη, γραπτό ή προφορικό κ.λπ., στ. η μορφή του μηνύματος, π.χ. διάλεξη, συνομιλία, σονέτο και
ζ. το περιεχόμενο του γεγονότος, που αναφέρεται στην ευρύτερη φύση της επικοινωνίας στην οποία εντάσσεται το γεγονός, π.χ. μια προσευχή μπορεί να εντάσσεται στο μεγαλύτερο γεγονός της λειτουργίας».

2.Γ Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ

            Η παράγραφος είναι μία μικρογραφία ενός ευρύτερου κειμένου[3] και είναι απαραίτητη στο γραπτό λόγο γιατί διευκολύνει τον αναγνώστη στην κατανόηση του θέματος, αφού κάθε παράγραφος παρουσιάζει μια διαφορετική πλευρά ενός θέματος[4]. Γενικότερα η καθαρότητα νοημάτων σε οποιουδήποτε είδους γραπτό κείμενο εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την σωστά οργανωμένη και αναπτυγμένη παράγραφο.

            Η δομή της μπορεί να είναι η εξής :

            α) Θεματική πρόταση (πρόλογος)
            Η θεματική πρόταση πρέπει να αναφέρει ξεκάθαρα με ακριβή και σαφή διατύπωση το θέμα της παραγράφου και την θέση του γράφοντος. (Είναι η συμπύκνωση όλων των νοημάτων που περιέχονται στην παράγραφο και μπορεί να λειτουργήσει σαν οδηγός, του γράφοντος, στην ανάπτυξη των σκέψεων του).

            Η πιo συνηθισμένη θέση για μια θεματική πρόταση είναι στην αρχή της παραγράφου (χωρίς βέβαια να αποκλείεται η μέση και το τέλος) γιατί βοηθά τον συγγραφέα να οργανώσει τις επιμέρους λεπτομέρειες γύρω από την κύρια ιδέα και τον συγκρατεί από οποιαδήποτε εκτροπή.

            β) Λεπτομέρειες           (κύριο θέμα)
            Οι λεπτομέρειες χρησιμοποιούνται για να αναπτυχθεί, επεξηγηθεί και δικαιολογηθεί η θεματική πρόταση με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σαφής και κατανοητή. Οσα αναφέρονται στην παράγραφο πρέπει να σχετίζονται με την θεματική πρόταση. Οι σκέψεις πρέπει να είναι τοποθετημένες με λογική σειρά.

            Οι λεπτομέρειες αποτελούνται από δύο είδη προτάσεων :
            β1 ) τις βασικές που επιτελούν μία μόνο λειτουργία. Δηλαδή αναπτύσσουν και υποστηρίζουν άμεσα την κύρια ιδέα της παραγράφου παρουσιάζοντας μια νέα άποψη της κύριας ιδέας καθιστώντας την πιο κατανοητή.

            β2) τις βοηθητικές προτάσεις που αναπτύσσουν την βασική πρόταση στην οποία ανήκουν (άμεση επίδραση) και συγχρόνως βοηθούν την βασική πρόταση να αναπτύξει την κύρια ιδέα της παραγράφου -τη θεματική πρόταση (έμμεση επίδραση).

            γ) Κατακλείδα              (επίλογος).
            Ο ρόλος της πρότασης αυτής είναι να συνοψίσει την κύρια ιδέα της παραγράφου και να την ολοκληρώσει. Γι' αυτό η πρόταση κατακλείδα πρέπει να θυμίζει στον αναγνώστη την κύρια ιδέα της παραγράφου.

Με την ίδια μέθοδο αναπτύσσεται και η παρακάτω παράγραφος:

Ή κατάσταση μέσα στην κουζίνα έδειχνε πώς ή μητέρα είχε φύγει βιαστικά από το σπίτι. Στο νεροχύτη ή κατσαρόλα ήταν γεμάτη πιάτα και ζεστό σαπουνόνερο. Άλλα πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα πλυμένα, αλλά όχι σκουπισμένα, ήταν τοποθετημένα πλάι στο μάρμαρο του νεροχύτη. Ή ποδιά της μητέρας ήταν πεταμένη στην πλάτη μιας καρέκλας αντί να κρέμεται στο καρφί του τοίχου, όπως συνήθως. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχαν ανάκατες τέσσερες ή πέντε πιατοπετσέτες για δίπλωμα. Σκεφτόμουν με απορία τι να ήταν εκείνο πού έκανε τη μητέρα μου ν' αφήσει στη μέση τη δουλειά της και να φύγει τόσο βιαστικά από το σπίτι.


2.Γ. ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΔΕΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΏΝ
Ενότητα της παραγράφου.
            Μια επιτυχημένη παράγραφος εκτός από το σαφή σκοπό και την επαρκή ανάπτυξη της πρέπει να διαθέτει και ενότητα. Δηλαδή πρέπει να μην περιέχει λεπτομέρειες άσχετες προς την κύρια ιδέα η οποία εκφράζεται, όπως έχει ήδη επισημανθεί, με τη θεματική πρόταση.
            Για να επιτευχθεί ενότητα σε μία παράγραφο θα πρέπει ο συγγραφέας της να σκεφθεί πάνω στη θεματική του πρόταση πριν αρχίσει να την γράφει.
            Για να αποφευχθεί η παρέμβαση άσχετων λεπτομερειών - άσχετα από το πόσο ενδιαφέρουσες ή σπουδαίες μπορεί να φαίνονται - είναι απαραίτητο να γραφτεί η θεματική πρόταση στην αρχή της παραγράφου και να εστιασθεί εκεί η προσοχή κατά την ανάπτυξη της.

Συνοχή της παραγράφου.
            Συνοχή είναι η λογική σύνδεση των σκέψεων και των νοημάτων. Με άλλα λόγια είναι η προσπάθεια διασαφήνισης των σχέσεων μεταξύ των προτάσεων και η διευκόλυνση του αναγνώστη να προχωρεί άνετα από την μία πρόταση στην άλλη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί από μια παράγραφο: α) με το να συμπληρώνει τα μικρά κενά στη σκέψη του και β) να προσθέτει συνδετικές λέξεις και φράσεις, για να συνδέσει τις προτάσεις μεταξύ τους (όπως μεν, δε, επίσης, αλλά...).
            Τέλος η συνοχή μπορεί να επιτευχθεί με τη βοήθεια αντωνυμιών, μεταβατικών εκφράσεων, επανάληψης[1] και νοηματικής συγγένειας.

Οι προτάσεις στο εσωτερικό των παραγράφων συνδέονται με κατάλληλες λέξεις ή φράσεις που λέγονται συνδετικές. Αυτές είναι όσες λέξεις ή φράσεις δηλώνουν:
αντίθεση: εξάλλου, εντούτοις, όμως, ενώ, αν και, ωστόσο, αντίθετα, άλλωστε, παρ’ όλα αυτά κ.λπ.
συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, ώστε, άρα, συμπερασματικά, με αποτέλεσμα κ.λπ.
επεξήγηση: δηλαδή, με άλλα λόγια, εξηγώντας, μια ερμηνεία είναι κ.λπ.
χρόνο: μετά, ύστερα, αργότερα, πριν, όταν, αφού, από τότε που κ.λπ.
αιτία: επειδή, εφόσον, γιατί, γι’ αυτό, μια και, λόγω του ότι, εξαιτίας κ.λπ.
παράδειγμα: π.χ., λ.χ., για παράδειγμα, όπως κ.λπ.
προσθήκη: επίσης, επιπλέον, ακόμη, εκτός απ' αυτό κ.λπ.
τόπο: πάνω, κάτω, εδώ, εκεί, στο πλάι, πέρα κ.λπ.
έμφαση: αξίζει να σημειωθεί, το πιο σημαντικό, είναι αξιοσημείωτο, θα ήθελα να τονίσω κ.λπ.
όρο, προϋπόθεση: με την προϋπόθεση, εκτός αν, αν κ.λπ.
απαρίθμηση: πρώτον, δεύτερον..., κατ' αρχάς κ.λπ.
γενίκευση: γενικά, κατά κύριο λόγο, συνήθως, τις περισσότερες φορές κ.λπ.
αναλογία / ομοιότητα: όπως, σαν, ομοίως, κατ' ανάλογο τρόπο κ.λπ.
σύγκριση / διάζευξη: ή... ή, είτε... είτε, ούτε... ούτε, μήτε... μήτε κ.λπ.
ταξινόμηση / διαίρεση: αφενός... αφετέρου, από τη μια... από την άλλη κ.λπ.
Δομή και χαρακτηριστικά παραγράφου






[1] Η σύνδεση των προτάσεων μέσα σε μια παράγραφο μπορεί να γίνει και με άλλους τρόπους, εκτός από τις συνδετικές λέξεις, όπως:
•               με την επανάληψη μιας λέξης που προηγήθηκε
π.χ. Ο υπολογιστής σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί, βέβαια, να αντικαταστήσει το δάσκαλο και το βιβλίο. Ο δάσκαλος παίζει και πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο...
•               με την παράλειψη μιας λέξης που ήδη αναφέρθηκε
π.χ. Ο ρόλος του βιβλίου είναι σημαντικός. Αποτελεί (ενν. το βιβλίο) τη βάση όπου μπορεί να ανατρέξει ο μαθητής κάθε στιγμή.
•               με την αντικατάσταση μιας λέξης με αντωνυμία, επίρρημα ή άλλη συνώνυμη λέξη'
π.χ. Στο μουσείο υπήρχαν πολλά αγγεία της κλασικής περιόδου. Αυτά (αντί ; της λέξης αγγείο) απεικόνιζαν...


[1] Μερικές φορές μεγαλύτερη σημασία έχει το πως ( τόνος φωνής, έκφραση προσώπου) λέγεται κάτι και όχι το τι λέγεται.
[2] Χρησιμοποιείται ευρύτερα από το κοινωνικό σύνολο και διαχρονικά είναι κοινά αποδεκτός ως βασικός τρόπος επίσημης επικοινωνίας.
[3] Αποτελεί νοηματική ενότητα, δηλαδή ένα ενιαίο πληροφοριακό σύνολο, γιατί αναπτύσσεται μέσα σε αυτή μία και μόνη ιδέα, άποψη ή πλευρά του θέματος του κειμένου.
[4] Με την παράγραφο εκφράζουμε ένα κύριο νόημα, που μπορεί να δηλωθεί με έναν πλαγιότιτλο. Ο πλαγιότιτλος διευκολύνει τον αναγνώστη στην αρχική κατανόηση του κειμένου, καθώς και στην τελική ανακεφαλαίωση του.

Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 1940


ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑ

«Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 1940».
Ενδεικτικές πληροφορίες για το Γιώργο Θεοτοκά
     Ο Γιώργος Θεοτοκάς (Κωνσταντινούπολη 1905 — Αθήνα 1966) είναι πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, από τους πιο σημαντικούς της Γενιάς τον 1930. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, συνέχισε σπουδές στο Παρίσι και στο Λονδίνο και σταδιοδρόμησε στην Αθήνα ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική αρθρογραφία..
-      Έργα. Μυθιστορήματα. Αργώ (1936)∙ μυθιστόρημα στο οποίο παρουσιάζεται ο Ελληνισμός της Πόλης στα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής και η Αθήνα στη δύσκολη εποχή που ακολούθησε — όλα αυτά, όπως τα ζουν οι νέοι της εποχής. - Το δαιμόνιο (1938)* παρουσιάζει μια οικογένεια που τα μέλη της είχαν εξαιρετικές ικανότητες και φιλοδοξίες. — Λεωνής (1940)* έργο αυτοβιο­γραφικό, από τα καλύτερα του είδους, που αναφέρεται στα εφηβικά χρόνια του συγγραφέα. -Ασθενείς και οδοιπόροι (1964). Άλλα έργα. Ελεύθερο πνεύμα (1929)* ένα βιβλίο με τέσσερα αλληλένδετα δοκίμια, με τα οποία ο συγγραφέας πολε­μάει τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στον πνευματικό χώρο κατά τη δεκαε­τία του 1920 και επισημαίνει την ανάγκη να ανανεωθεί η πνευματική ζωή του τόπου με την επίδραση του ευρωπαϊκού πνεύματος — Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα (1932)* πολιτικό δοκίμιο. Έγραψε και πλήθος άλλα δοκίμια (που περιέχονται στα βιβλία: Στο κατώφλι των νέων καιρών Προβλήματα τον καιρού μας - Πνευματική πορεία κ.ά.), βιβλία με ταξιδιωτικές εντυπώσεις (από την Αμερική, από το Άγιον Όρος, από τη Μέση Ανατολή και από άλλους τόπους), καθώς και δεκατρία θεατρικά έργα.

Βασικό Θέμα του κειμένου είναι τα προσωπικά συναισθήματα του συγγραφέα τη μέρα της;
κήρυξης του ελληνοιταλικού πολέμου του 1940  
Επιμέρους Θεματικά κέντρα
     Η εθνική ομοψυχία και ομόνοια και η συμβολή τους στην επιτυχή κατάληξη εθνικών υποθέσεων.
     Οι πρώτες και διαφορετικές αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στο γεγονός του πολέμου.
     Πόλεμος και καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Το κείμενο αποτελεί μια αυθεντική περιγραφή-μαρτυρία γύρω από το πώς υποδέχτηκε ο αθηναϊκός λαός την είδηση της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο Θεοτοκάς, αυτόπτης μάρτυρας και δρων πρόσωπο, καταγράφει στο ημερολόγιό του[1] τα προσωπικά του συναισθήματα και τις σκέψεις που του γεννήθηκαν με αφορμή τις εκδηλώσεις των ανθρώπων. Το γενικό[2] κλίμα έδινε την εντύπωση ενός «χαρούμενου πολέμου». Ο ενθουσιασμός του λαού ήταν ολοφάνερος στα τραγούδια της Βέμπο, σε θεατρικές παραστάσεις με θέμα την επικαιρότητα, σε γελοιογραφίες για τους Ιταλούς και ιδιαίτερα για το Μουσολίνι.

 
Τα συναισθήματα του αφηγητή
Ο αφηγητής κατοικεί στην Κηφισιά, που εκείνη την εποχή δεν ήταν ενωμένη με την Αθήνα. Καθώς κατεβαίνει από εκεί και στη συνέχεια καθώς περπατάει στο κέντρο της Αθήνας, περνάει από διαφορετικές συναισθηματικές φάσεις. Νιώθει: ανακούφιση {Επιτέλους είμαστε μέσα!) έξαψη {κάποια έξαψη που αισθάνουμαι αμέσως τριγύρω μου' απάθεια όσο διαβάζει τις εφημερίδες, γιατί τον πόλεμο τον περίμενε {Απάθεια μου - Ξαναβρίσκω όλη την απάθεια μου)'
συγκίνηση
, καθώς αντικρίζει την πρώτη πολεμική εικόνα (τη στρατιωτική μονάδα που φεύγει)*
περηφάνια για την αυτοπειθαρχία του λαού {Αισθάνουμαι ότι ανήκω σ' ένα σύνολο που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου δίνει κάποια περηφάνια) ενθουσιασμό και χαρά, που μεταδίδονται από τον κόσμο {Αισθάνουμαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ).

 
 
Παράλληλο κείμενο
Ασκηση. Να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο απόσπασμα του Γ. Θεοτοκά και το κείμενο του 'Αγγ. Τερζάκη που ακολουθεί:
Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική Εποποιία (1940-1941), Αθήνα 1964, σ. 39-40:

 
Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου

Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.
Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κράτησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακριά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρίζονταν έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτες βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.


Το ημερολόγιο
Το ημερολόγιο είναι είδος του γραπτού λόγου και αποτελεί την καθημερινή καταγραφή από ένα άτομο γεγονότων, πράξεων, σκέψεων, συναισθημάτων (δικών του ή άλλων) που του προκάλεσαν το ενδιαφέρον και θεωρεί ότι αξίζει να σημειωθούν.
Ο σκοπός για τον οποίο γράφει κανείς ένα ημερολόγιο είναι για να θυμάται κάποια γεγονότα που του έκαναν εντύπωση. Το ημερολόγιο αποτελεί ταυτόχρονα και μια συνομιλία με τον εαυτό του, ένα είδος προσωπικής εξομολόγησης.

Χαρακτηριστικά του ημερολογίου
   Η ύπαρξη ημερομηνίας: το άτομο καταγράφει σε καθημερινή βάση ό,τι του προκαλεί εντύπωση προσδιορίζοντας το χρόνο (ώρα, ημέρα, μήνα, χρονιά).
   Αποτελεί ένα κείμενο προσωπικό και γι' αυτό απόρρητο, κρυφό: κανείς άλλος δεν μπορεί να το διαβάσει παρά μόνο εφόσον το επιτρέψει αυτός που το γράφει.
   Ο λόγος στο ημερολόγιο είναι απλός, καθημερινός, εξομολογητικός, αφού αποτελεί ένα κείμενο που δημιουργεί κανείς αυθόρμητα με βάση το πώς αισθάνεται και δεν απευθύνεται σε κάποιον άλλο αποδέκτη αλλά στον ίδιο του τον εαυτό.
Ωστόσο, εκτός από το ατομικό ημερολόγιο, υπάρχει και το ομαδικό, που αναφέρεται στην καθημερινή δράση μιας ομάδας ανθρώπων (π.χ. το ημερολόγιο που κρατά ο υπεύθυνος μιας ομάδας προσκόπων, εξερευνητών κ.λπ.).
Τέλος, τα ημερολόγια κάποιων προσωπικοτήτων (π.χ. συγγραφέων) έχουν δημοσιευθεί με τη συγκατάθεση τους (πριν ή μετά το θάνατο τους) και αποτελούν έναν ξεχωριστό τρόπο για να κατανοήσουμε το έργο και τον τρόπο σκέψη τους.


[1] Το ημερολογιακό κειμενικό είδος, εκτός από την ιστορική αξία που έχει, χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και ζωντάνια. (Για περισσότερες πληροφορίες για το συγκεκριμένο κειμενικό είδος βλέπε στην επόμενη σελίδα). Η ανάγλυφη παρουσίαση των διαφορετικών αντιδράσεων του πλήθους (αγωνία, πόνος, συγκίνηση, πανικός, ψυχραιμία), τα κλιμακούμενα συναισθήματα του αφηγητή (έξαψη, απάθεια, ενθουσιασμός υπερηφάνεια κ.λπ.), οι συχνές αναφορές στον ωραίο καιρό και τις περιοχές της Αθήνας, δημιουργούν ένα ζωντανό σκηνικό μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται μια σημαντική σελίδα της νεότερης ιστορίας μας.
[2] Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι οι άνθρωποι, ανάλογα με τα βιώματα και το χαρακτήρα τους, αντιδρούν διαφορετικά στο άκουσμα του πολέμου. Η γυναίκα, π. χ, που έζησε τη Μικρασιατική καταστροφή πανικοβάλλεται, η μάνα αγωνιά για τα παιδιά της, οι νεαροί και άπειροι από πόλεμο στρατιώτες διασκεδάζουν και ο αφηγητής περνά από διαφορετικές συναισθηματικές φάσεις.